- αμάλαχτος
- -η, -οβλ. αμάλαγος, -η, -ο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμάλαχτος — η, ο [αμάλακτος] βλ. αμάλακτος … Dictionary of Greek
αμάλαγος — αμάλαγος, η, ο και αμάλαχτος, η, ο 1. αυτός που δε μαλάχτηκε ή δεν μπορεί να μαλαχτεί: Ήταν κερί αμάλαχτο. 2. αυτός που δε θωπεύτηκε, ο αγνός: Πήρε γυναίκα αμάλαγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)